- προεγκωμιάζω
- προεγ-κωμιάζω,A praise beforehand, Sch.AristId.p.31D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεγκωμιάζω — Α εγκωμιάζω, επαινώ εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προεγκωμιάσας — προεγκωμιά̱σᾱς , προεγκωμιάζω praise beforehand fut part act fem acc pl (doric) προεγκωμιά̱σᾱς , προεγκωμιάζω praise beforehand fut part act fem gen sg (doric) προεγκωμιάσᾱς , προεγκωμιάζω praise beforehand aor part act masc nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)